ἰδιόρρυθμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόρρυθμος — η, ο επίρρ. α 1. ιδιότυπος: Ιδιόρρυθμος ναός. 2. ιδιότροπος, παράξενος: Ιδιόρρυθμος άνθρωπος. 3. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια», αυτά που δεν είναι κοινόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰδιορρύθμως — ἰδιόρρυθμος adverbial ἰδιόρρυθμος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόρρυθμον — ἰδιόρρυθμος masc/fem acc sg ἰδιόρρυθμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόρρυθμοι — ἰδιόρρυθμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουργούρισμα — το [γουργουρίζω] 1. (για τα στενόλαιμα αγγεία) ιδιόρρυθμος ήχος κατά το άδειασμα τού νερού 2. (για τα έντερα) ιδιόρρυθμος ήχος λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων … Dictionary of Greek
ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… … Dictionary of Greek
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia
αήθης — ες (Α ἀήθης) ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος νεοελλ. ανάρμοστος, απρεπής αρχ. 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι 2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα 3. επίρρ. ἀήθως απροσδόκητα … Dictionary of Greek
αλλιώτικος — η, ο 1. αυτός που εμφανίζει αλλοίωση, αλλαγή, ο διαφορετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος 3. επίρρ. αλλιώτικα αλλιώς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλιώς* + ώτικος (παραγ. κατάλ. εθνικών κυρίως ονομάτων: ηπειρώτικος, ρουμελιώτικος κ.λπ.). ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιωτεύω] … Dictionary of Greek